Blogger Tricks

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Τα κόκκινα αυγά

Αγαπητοί μου,
μια φίλη μας, αν θυμάστε, ρώτησε τις Αποκριές πώς κι από τι επικράτησε το παράξενο έθιμο του μασκαρέματος· κι η Διάπλαση της εξήγησε στην Αλληλογραφία πως είν' ένα λείψανο ειδωλολατρικό. Ένας φίλος μας σήμερα μας κάνει την ίδια ερώτηση για το έθιμο των κόκκινων αυγών. Άραγε η ίδια εξήγηση θα χωρούσε; Είναι κι αυτό έν' από τα ειδωλολατρικά εκείνα έθιμα που, τροποποιημένα λιγάκι, πέρασαν και στο χριστιανισμό; Ποιος ξέρει! Το βέβαιο είναι πως το αυγό, σα σύμβολο γονιμότητας, ήταν ιερό κάποιας θεάς που τη λάτρευαν οι αρχαίοι Φοίνικες —της Ίσιδος νομίζω— και πως γι' αυτό η αυγοφαγία, σε κάποιες γιορτές εκεί πέρα, ήταν έθιμο θρησκευτικό. Λένε λοιπόν οι σοφοί πως το έθιμο των Φοινίκων πέρασε ύστερα στους Έλληνες και στους Εβραίους κι απ' αυτό η εβραϊκή κι η χριστιανική αυγοφαγία του Πάσχα. Λείψανο δηλαδή ειδωλολατρικό, λιγάκι τροποποιημένο. Αλλά πώς τροποποιήθηκε; Και γιατί τα πασχαλιάτικ' αυτά αυγά επικράτησε να τα τρώμε κοκκινοβαμμένα;
Εδώ οι γνώμες χωρίζονται. Άλλοι λένε πως είναι από ένα θαύμα που έγινε στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της Σταύρωσης. Τη στιγμή δηλαδή που οι Εβραίοι εφώναξαν «το αίμα αυτού —του Χριστού— εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών», στα σπίτια τους βάφτηκαν κόκκινα όλα τα τρόφιμα που είχαν για το Πάσχα, άρα και τ' αυγά. Και για ενθύμηση αυτού του θαύματος οι χριστιανοί από τότε βάφουν τα πασχαλιάτικ' αυγά τους κόκκινα. Άλλοι πάλι λένε πως το θαύμα που θυμίζει το βάψιμο αυτό έγινε αργότερα στη Ρώμη. Την ημέρα δηλαδή που γεννιόταν εκεί κάποιος αυτοκράτορας —δε θυμούμαι τώρα ποιος— που έμελλε να γίνει κατόπι φίλος και προστάτης των κατατρεγμένων χριστιανών, οι όρνιθες της παλατιανής αυλής (με την κυριολεξία εδώ), για να προαναγγείλουν αυτό το χαρμόσυνο, γέννησαν κόκκιν' αυγά. Μπορεί κανείς να διαλέξει όποιο απ' αυτά τα θαύματα του αρέσει καλύτερα και να πιστέψει —τίποτα δεν εμποδίζει— πως απ' αυτό προήλθε το έθιμο.
Άλλοι, ωστόσο, τ' αποκρύβουν και τα δύο. Κανένα θαύμα, σας λένε. Οι χριστιανοί τρώνε αυγά το Πάσχα, γιατί συμβολίζουν την Ανάσταση. Όπως δηλαδή το κλωσοπουλάκι σπάζει το τσέφλι και βγαίνει απ' τ' αυγό του, έτσι κι ο Χριστός σήκωσε την πλάκα και βγήκε απ' τον τάφο του. Και τα βάφουμε κόκκινα τ' αυγά του Πάσχα, είτε για να τα κάμουμε ακόμα πιο χαρούμενα σύμβολα, αφού το κόκκινο είναι το χρώμα της χαράς, είτε γιατί κι αυτό, μαζί με τόσα άλλα, το πήραμε απ' τους Εβραίους που έβαφαν το Πάσχα όλα τους τα πράγματα κόκκινα, ακόμα και τους τοίχους των σπιτιών τους, σα με το αίμα του αρνιού που έσφαξαν για ενθύμηση άλλου περιστατικού της Ιεράς Ιστορίας τους. Γιατί μήπως και το πατροπαράδοτο, το απαραίτητο αρνί του χριστιανικού μας Πάσχα, δεν κατάγεται από εκείνο που έσφαξαν οι Εβραίοι την παραμονή της Εξόδου από την Αίγυπτο και με το αίμα του έβαψαν τις πόρτες τους, σημάδι για να μη μπει στα σπίτια τους, τη φοβερή εκείνη για τους Αιγύπτιους νύχτα, ο εξολοθρευτής Άγγελος;
Αυτά τέλος πάντων λένε οι σοφοί για την καταγωγή των κόκκινων αυγών. Καθώς βλέπετε, είναι κάπως δύσκολο να εξακριβωθεί η αλήθεια. Αλλά τι μας μέλει! Φτάνει που το έθιμο είν' όμορφο κι αθώο. Ούτ' αίμα χύνει ούτε πόνο προξενεί. Λίγη βαφή στο τσουκάλι που θα βράσουν, και τ' αυγά βγαίνουν από κει μέσα πασχαλιάτικα. Αλλού —γιατί το χριστιανικό αυτό έθιμο είναι παγκόσμιο—, τα βάφουν και τριανταφυλλιά και γαλάζια και χρυσά ή τα χρυσοστολίζουν. Αλλά πιο γνήσια, πιο πασχαλιάτικ' απ' όλα μου φαίνονται τα δικά μας, τα καθαυτό κόκκινα. Είναι, αλήθεια, το χρώμα της χαράς, όπως το μαύρο είναι της λύπης. Φτάνει να ιδούμε μπροστά μας ένα μόνο κόκκινο αυγό, για να αιστανθούμε πως κάτι ευχάριστο, κάτι χαρούμενο ήρθε ή πλησιάζει. Και μου φαίνεται πως αυτός είναι κι ο μόνος λόγος που αγαπήθηκε, γενικεύτηκε κι επικράτησε το έθιμο, απ' όποιο θαύμα κι αν γεννήθηκε, απ' όποια άλλη θρησκεία κι αν πέρασε στη δική μας. Είναι όμορφο κι αθώο. Κι αποτελεί μια απ' τις μεγαλύτερες παιδιάτικες χαρές του χρόνου!
Θυμούμαι την τεράστια εντύπωση που μου 'καναν τα κόκκιν' αυγά σαν ήμουν μικρός. Και το σχήμα τους κι η γεύση τους ακόμα μου φαινόταν πως άλλαζε μαζί με το χρώμα τους. Τα 'βλεπα πιο στρογγυλά, πιο μεγάλα, πιο ωραία. Κι ενώ τ' άσπρα αυγά δεν τα 'τρωγα με καμιά εξαιρετική ευχαρίστηση, τα κόκκινα πασχαλινά ήταν για μένα αληθινή αμβροσία! Όταν τα 'σπαζα, έμενα εκστατικός μπροστά στην απροσδόκητη ασπράδα που είχαν τα τσέφλια τους από μέσα και που έκανε μια τόσο ζωηρή αντίθεση με την κοκκινάδα της επιφάνειας.  Ακόμα και το κιτρινάδι, κοντά στο κόκκινο, το 'βλεπα αλλιώτικο. Πόσα χρώματα σ' ένα πασχαλιάτικο αυγό ανοιγμένο! Σωστό λουλούδι! Κι όταν την Πρωτομαγιά απέξω απ' τις πόρτες των σπιτιών, κατά το έθιμο του τόπου μου, έβλεπα σκορπισμένα μαζί με άλλα λουλούδια και κομματάκια από τσέφλια κόκκινων αυγών, μου φαίνονταν κι αυτά σαν αληθινά ροδοπέταλα...
Όλες αυτές οι παιδιάτικες εντυπώσεις μου ξαναγεννιόνταν κάθε Πάσχα, όταν είχα τα κορίτσια μου μικρά κι έβλεπα την ασύγκριτη χαρά τους μπροστά στα κόκκιν' αυγά. Τίποτα, τίποτα δεν τα χαροποιούσε περισσότερο! Ούτε τα πρωτοχρονιάτικα δώρα. Κι όταν μεγάλωσαν λίγο και μπορούσαν κι αυτά κάτι να κάνουν στο σπίτι, μονάχα τους ήθελαν ν' αγοράζουν κάθε χρόνο τη βαφή και μονάχα τους —με τι φασαρία, Θε μου!— να βάφουν τ' αυγά του Πάσχα.
Μα και σήμερα, που στο σπίτι μου δεν υπάρχουν πια μικρά παιδιά και που τα κόκκιν' αυγά, χωρίς καμιά φασαρία τα βάφει η νοικοκυρά ή η υπηρέτρια αδιάφορο, η θέα τους μας χαροποιεί όλους, γιατί μας ξανακάνει αμέσως παιδιά. Κι αυτό βέβαια συμβαίνει σ' όλα τα σπίτια...
Σας ασπάζομαι!                                                                                 
ΦΑΙΔΩΝ

Γρηγόριος Ξενόπουλος

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Χωρίς στεφάνι

Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον. 
Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. 
Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα. 
Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. 
Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν.  
Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νειάτα της, και τα φίλτατά της όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.
Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ’ απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του. 
Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της. 
Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα. 
Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είνε για της κυράδες, η δευτέρα για της δούλαις. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκύτταζαν, η δούλαις την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της. 
Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν. 
Η δούλαις με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, κι εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Η παραμάναις ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον ταις δούλαις. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον ταις παραμάναις. 
Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάναις, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στρημμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους. 
Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρά του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους. 
Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις διά να επιπλήξη πτωχήν τινα μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της. 
Τότε η Χριστίνα η δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών; 
Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χριστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν». 
Τοιαύτα ανελογίζετο η Χριστίνα, σκεπτομένη ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είνε κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας! 
Ούτω εφρόνει η Χριστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της. 
Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι. 
Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!... 
Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον. 
Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, είς των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν: «Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον. 
Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ. 
Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς. 
Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους... και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της. 
Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. 
Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. 
Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή. 
Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν. 
Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζύ με της δούλαις και της παραμάναις. 
Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν. 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Έθιμα της Κυριακής των Βαΐων

Έτσι ονομάζεται η Κυριακή πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα, η τελευταία μέρα της Σαρακοστής, γιατί «μετά Βαΐων και κλάδων» έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. 

Ο Χριστός εισέρχεται στην πόλη χωρίς την βασιλική πολυτέλεια, καθισμένος επί πώλου όνου και αντί για ροδοπέταλα, τα μικρά παιδιά κουνούν τα βάγια των φοινίκων. 
Χαρακτηριστικό έθιμο της ημέρας είναι ο στολισμός των εκκλησιών με βάγια, ενώ μετά τη λειτουργία ο παπάς ευλογεί και δίνει στους πιστούς σταυρούς από βάγια, τους οποίους βάζουμε στα εικονίσματα ή όπου αλλού χρειαζόμαστε προστασία. 
Μετά τη Λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς. Στις φωτό από την Εκκλησία της Παναγίας στο Ναύπλιο όπου από νωρίς του Σαββάτου του Λαζάρου κυρίως γυναίκες ετοιμάζουν τα βάγια μέσα σε καλάθια για να είναι έτοιμα την Κυριακή.
Η Εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «όχλος πολύς…έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ».
Σημειώνεται ότι στις πρώτες Εκκλησίες εορτάζονταν η μνήμη αυτή με αναπαράσταση του γεγονότος. Συγκεκριμένα στους Αγίους Τόπους κατά τον 4ο αιώνα ο Επίσκοπος ξεκινώντας με πομπή από το Όρος των Ελαιών εισέρχονταν στα Ιεροσόλυμα επί «πώλου όνου» περιστοιχιζόμενος από τον κλήρο ενώ οι πιστοί προπορεύονταν κρατώντας κλάδους φοινίκων.
Στους βυζαντινούς χρόνους τελούνταν ο λεγόμενος «περίπατος του Αυτοκράτορα» όπου η πομπή ξεκινούσε από τα ανάκτορα στην οποία συμμετείχε ο αυτοκράτορας κρατώντας την Εικόνα του Χριστού πλαισιωμένος από το ιερατείο όπου και κατέληγε στην Αγιά Σοφιά. Της αυτοκρατορικής αυτής πομπής προηγούνταν ο λαμπαδάριος ο οποίος έψελνε «Εξέλθατε έθνη και θεώσασθε σήμερον τον βασιλέα των ουρανών…».
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Βαλσαμώνα στο τέλος της Εορτής ο μεν Αυτοκράτορας διένειμε ιδιόχειρα βάγια και Σταυρούς, ο δε Πατριάρχης κεριά για την Μεγάλη Εβδομάδα.
Την Κυριακή των Βαΐων συνηθίζουμε να τρώμε ψάρι. 
Στην Τήνο, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την «αργινάρα», μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.
Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στολίζουν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, δίνουν ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.
Μέχρι και σήμερα, στο νησί των Φαιάκων τελείται λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνα σε ανάμνηση της απαλλαγής του νησιού από την Πανώλη, (θανατικό) από την οποία κινδύνευσε ο πληθυσμός του νησιού.
Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια. Τα «βαγιοχτυπήματα» σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιόνταν μεταξύ τους εύχονταν: «Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα».
Κατά την λειτουργική τελετουργία, την Κυριακή των Βαΐων τελείται η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου.
Στην Θράκη, την Κυριακή των Βαΐων συνηθίζονται τα «βαγιοχτυπήματα». Οι γυναίκες χτυπούν με βάγια τις έγκυες, ώστε να είναι ανώδυνος για αυτές ο τοκετός. Σε πολλά χωριά επίσης, τα κορίτσια έκαναν στεφάνια από τα βάγια που τους έδινε ο παππάς στην εκκλησία και τα έριχναν στο ρέμα. Η κάτοχος του στεφανιού που θα έφτανε πρώτο στη ρεματιά, φιλοξενούσε τις υπόλοιπες στο σπίτι της, όπου διασκέδαζαν χορεύοντας και τραγουδώντας.
Ένα έθιμο που μας έρχεται από την Αλησμόνητη Πατρίδα Ίμβρο, και αναβίωνε κάθε χρόνο την Κυριακή των Βαΐων.
Την Κυριακή τω Βαγιώ, όλοι έβγαιναν απ' την εκκλησιά με μια αγκαλιά βάγια. Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο, χτυπώντας ελαφρά την πλάτη με τα πράσινα κλαδιά, και εύχονταν: " Και του χρόνου και καλό Πάσχα". Μετά τον χαιρετισμό, οι πρώτοι που δέχονταν την χαρά του "Ωσαννά" ήταν οι νεκροί. Όλοι επισκέπτονταν τους τάφους των δικών τους και άφηναν επάνω στο "σταυρό" ή την "ταφόπλακα" ένα κλαδί βάγιας.
Στο σπίτι έκαναν ένα σταυρό με βάγια και τον κάρφωναν στο ανώφλι της πόρτας. Εκεί θα έμενε όλο το χρόνο φυλαχτό από το κακό μάτι και την κακιά ώρα. Ένα κλαδί κρέμαγαν επίσης στην πόρτα του στάβλου, της μάντρας, του κήπου.

Πηγή : http://www.inewsgr.com/ και 
http://promahi-nea.blogspot.gr/

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Έθιμα για το Σάββατο του Λαζάρου

Το Σάββατο του Λαζάρου είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεωρείται η «πρώτη γεύση» της Μεγάλης Εβδομάδας. 
Μέρα νίκης της ζωής επί του θανάτου. Μέρα χαράς που προοικονομεί τη χαρμολύπη της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης που ακολουθεί. 
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια γιορτή ιδιαίτερα προσφιλής στον ελληνικό λαό. Από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη πολλά έθιμα τιμούσαν την λαμπρή αυτή μέρα. 
Ωστόσο με τα χρόνια οι εκδηλώσεις λησμονήθηκαν, με πολύ λίγες περιοχές της χώρας να της διατηρούν ακόμη ζωντανές.
Πιο διαδεδομένο έθιμο για το Σάββατο του Λαζάρου είναι τα «κάλαντα του Λαζάρου». Τα κάλαντα ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία υπόθεση με τις μικρές «Λαζαρίνες» να τραγουδούν και να αναγέλλουν τη χαρμόσυνη εορτή. Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια και μάζευαν λουλούδια με τα οποία στόλιζαν μικρά καλαθάκια. Φορώντας ειδικές στολές, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα. 
Τα έθιμα του Λαζάρου ιδίως κατά την Τουρκοκρατία είχαν κοινωνική σκοπιμότητα αφού έτσι οι κοπέλες μπορούσαν να βρεθούν εκτός σπιτιού και να γνωρίσουν αγόρια προκειμένου να ακολουθήσουν αρραβωνιάσματα και γάμοι.

Έθιμα της Ελλάδας
Η ανάσταση του Λαζάρου θεωρείται η «πρώτη Λαμπρή» αφού η εκ νεκρών έγερση του αγαπημένου φίλου του Χριστού θεωρείται προικονομία της δικής του Ανάστασης.
Ωστόσο η γιορτή έχει και την ψυχολογική της ερμηνεία, αφού ο λαός δεν θα μπορούσε να αφήσει στο περιθώριο την περιέργεια για το τι είδε ο Λάζαρος κατά την τριήμερή του ταφή, κάτι που αποτυπώνεται πλήρως στα κάλαντα.
«Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες. Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους, δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδούλας μου το λέω και μοιρολογώ και κλαίω. Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε, και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει, να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.»

Λάζαρος, ο «αγέλαστος»
Άλλωστε η ελληνική Παράδοση θέλει τον φίλο του Χριστού να είναι σοκαρισμένος από αυτά που αντίκρυσε στον Άδη με αποτέλεσμα να γελάσει μόνο μια φορά μετά την ανάστασή του.
Κάποτε λέγεται πως ο «αγέλαστος» Λάζαρος είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει. Τότε χαμογέλασε λέγοντας «Βρε τον ταλαίπωρο. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ‘να χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;»

Ομοιώματα και κουλούρια
Μάλιστα σε πολλά μέρη της Ελλάδας τα παιδιά κατασκεύαζαν ομοιώματα του Λαζάρου, τα οποία περιέφεραν στα χωριά.
Ενδιαφέρουσες παραλλαγές του εθίμου απαντώνται στη Σκύρο όπου οι γυναίκες έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα, και τοποθετούσαν σε κάθε τρύπα από μια άσπρη μαργαρίτα. Στη συνέχεια έβαζαν ένα κόκκινο γαρύφαλλο για στόμα ώστε να σχηματιστεί το πρόσωπο του Λαζάρου. Κατόπιν τον έντυναν με ένα σεντόνι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι όπου οι νοικοκυραίοι έδιναν στα κορίτσια αυγά, χρήματα ή κέρασμα.
Στα Τρίκαλα τα αυγά που συγκέντρωναν οι Λαζαρίνες, βάφονταν κόκκινα τη Μεγάλη Πέμπτη και προσφέρονταν στους επισκέπτες του σπιτιού. Στην Κρήτη έκαναν έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με ορμαθούς από λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.
Στην Κύπρο αλλά και στην Κω συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης στην αρχαιότερη μορφή του. Ο θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, ακολουθώντας το αρχέτυπο του Άδωνι. Ένα παιδί ντύνονταν με κίτρινα λουλούδια, έτσι που να καλύπτουν ακόμη και το πρόσωπο. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το «Λάζαρε δεύρο έξω» σηκωνόταν.
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια» λέγοντας «Λάζαρο δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις» αφού σύμφωνα με τις δοξασίες ο Λάζαρος είχε παραγγείλει πως «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…» Στα «λαζαράκια» έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους «λαζάρηδες» έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.μια επιλογή, από τα πολλά κάλαντα του Λαζάρου, που συναντώνται στις διαφορες περιοχές της πατρίδας μας.

Πηγή : http://didymoteicho.net/

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Τα μαγικά μαξιλάρια

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα που την έλεγαν Ουρανούπολη, βασίλευε ένας μισητός άρχοντας, ο Αρπατίλαος ο πρώτος. Ο άρχοντας αυτός είχε δώδεκα κορόνες. Κάθε μήνα, δηλαδή, άλλαζε κορόνα. Είχε επίσης ένα χρυσό τηλεσκόπιο και ένα φτερό από κοράκι. Πρώτα θα σας πω τι έκανε με το φτερό από κοράκι και μετά θα σας πω τι έκανε με το τηλεσκόπιο: Με το φτερό έγραφε νόμους. Όχι όμως συνηθισμένους νόμους. Νόμους απαίσιους και φοβερούς. 
Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, ήθελε οι υπηρέτες του να δουλεύουνε ασταμάτητα στα ορυχεία και να βγάζουνε πολύτιμα πετράδια, για να στολίζει τις δώδεκα βασιλικές κορόνες του. Γι’ αυτό είχε βγάλει ένα νόμο που καταργούσε τις Απόκριες, τα διαλείμματα των σχολείων, τα πάρτι των γενεθλίων και τις Κυριακές. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, οι Κυριακές άλλαζαν όνομα: Βαφτίζονταν «Προδευτέρες» και δεν ξεχώριζαν στο παραμικρό απ’ τις κανονικές Δευτέρες.
Ένας άλλος νόμος πάλι όριζε ότι όλα τα λούνα παρκ και οι παιδικές χαρές έπρεπε να κλείσουν και στη θέση τους να στηθούν πέτρινες φυλακές. Τις φυλακές τις είχε ανάγκη ο Αρπατίλαος, για να κλείνει όσους παραβίαζαν τον προηγούμενο νόμο και τολμούσαν να σβήσουνε κεράκια γενεθλίων ή να ντυθούνε πιερότοι ή μπαλαρίνες τις Απόκριες ή να μην πάνε σχολείο την Προδευτέρα.
Και επειδή οι φυλακές χρειάζονται λουκέτα και συρματοπλέγματα, είχε βγάλει έναν άλλο νόμο, που όριζε ότι όλοι οι ανθόκηποι και τα πάρκα έπρεπε να πυρποληθούν και στη θέση τους να χτιστούν εργοστάσια κατασκευής λουκέτων και πλεκτήρια συρματοπλεγμάτων.
Και να’ ταν μόνο αυτοί οι νόμοι!... Δεν ήταν… Είχε βγάλει τόσους πολλούς νόμους ο Αρπατίλαος, που οι ταλαίπωροι οι Ουρανουπολίτες, ό,τι και να κάνανε, δεν μπορεί, όλο και κάποιον θα παραβιάζανε.
Ο λόξιγκας, ας πούμε, απαγορευόταν αυστηρά· κι όποιος φταρνιζόταν ή έξυνε τη μύτη του ή έκανε κατακόρυφο στο μπαλκόνι του έπρεπε να πληρώνει βαρύ πρόστιμο.
Τώρα που σας είπα τι έκανε με το μαύρο φτερό, έφτασε η ώρα να σας πω τι έκανε με το τηλεσκόπιο. Το έπαιρνε λοιπόν, πήγαινε στον πιο ψηλό πύργο του παλατιού, που είχε δώδεκα παράθυρα, και παρατηρούσε την επικράτειά του, που απλωνόταν σαν πιάτο ολόγυρά του. Μόλις έβλεπε κάτι που του άρεσε, την πιο λαχταριστή τηγανητή πατάτα στο τηγάνι καμιάς νοικοκυράς, ας πούμε ή την πιο σπαρταριστή τσιπούρα στα δίχτυα κανενός ψαρά, ειδοποιούσε με το γουόκι τόκι τους φρουρούς του, που έσπευδαν με τις μοτοσικλέτες τους, την άρπαζαν, την έβαζαν σε μια χρυσή χαρτοσακούλα και του την έφερναν.
Δεν είναι λοιπόν ν’ απορεί κανείς που οι Ουρανουπολίτες αντιπαθούσαν φοβερά τον Αρπατίλαο. Καμιά φορά, μάλιστα, του έβγαζαν τη γλώσσα ή έκαναν γκριμάτσες πίσω από την πλάτη του. Άλλοτε πάλι, τάχατες από απροσεξία, πετούσαν μπανανόφλουδες μπροστά στην πύλη του παλατιού, για να γλιστράει και να πέφτει, όταν έβγαινε από το παλάτι, για να επιθεωρήσει τα ορυχεία.

Ευγένιος Τριβιζάς

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Ίγμα, η Ανατολή

...Εκείνο το πρωινό ξημέρωσε διαφορετικό από τ’ άλλα. Υπήρχε έντονη κινητικότητα. Οι γυναίκες – σποροσυλλέκτριες δεν πήγαν στην πρωινή τους αναζήτηση. Άλλο που δεν ήθελαν εκείνες που τεμπέλιαζαν. 
Φάγανε όλοι από τις λιγοστές τροφές που είχαν αποθηκευμένες στις εγκοπές των βράχων της σπηλιάς. Ήταν μια ιδιαίτερη μέρα. Έπρεπε να είναι όλοι εκεί. Ακόμη και τα παιδιά. Ο Ά-χαντ περίμενε απ’ έξω, στο πλάτωμα, μαζεύοντας μερικά κάρβουνα από τη μικρή εστία της φωτιάς που είχαν ανάψει την προηγούμενη μέρα. Θα ήταν οι καινούριες του γραφίδες. Κάποια απ’ αυτά τα φύλαξε για να τα δώσει στο Βί-νιου, το ζωγράφο, όταν εκείνος με το καλό θα επέστρεφε σώος από την αποστολή. Ο Βί-νιου θα έφτιαχνε μ’ αυτά τα χρώματα της τέχνης του. Θα τα ανακάτευε με φυτικές ουσίες και με ρετσίνι που μάζευε από τους κορμούς κάποιου συγκεκριμένου πευκοειδούς. Όταν θα ήταν έτοιμα τα χρώματα, θα ήταν κι εκείνος έτοιμος για να αποτυπώσει μ’ αυτά σημαντικές στιγμές της ζωής τους πάνω στους βράχους. Έτσι, για να τις θυμούνται οι παλιοί και να τις μάθουν και οι επόμενες γενιές. Πίστευαν ότι οι απόγονοι έπρεπε να ξέρουν την ιστορία της φυλής, για να την αγαπήσουν περισσότερο και να είναι έτοιμοι να την υπερασπιστούν σε κάθε κίνδυνο.
Η Ιγμ και τα άλλα παιδιά συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη σάλα και, με την καθοδήγηση της Ερνστ, είχαν ήδη αρχίσει να ταξινομούν πέτρες, σπόρους, κόκαλα και όστρακα κατά μέγεθος και κατά χρώμα. Μετρούσαν το χρόνο με τις σταλαγματιές του νερού που έπεφταν από την οροφή της σπηλιάς μέσα σε ένα καύκαλο χελώνας. Νικητής στην ταξινόμηση ήταν αυτός που στη διάρκεια του γεμίσματος ενός καυκάλου κατάφερνε να ταξινομήσει σωστά το δικό του υλικό. Εξαιρετικά διασκεδαστικό παιχνίδι! Και, γι’ αυτό το πρωί, ό,τι έπρεπε για να μείνουν ήσυχα τα παιδιά…
Όλοι οι άλλοι, παππούδες, γιαγιάδες, νέες γυναίκες, μερικές με μωρά παιδιά, βγήκαν έξω να ενημερωθούν από το μεγάλο μάγο Ά-χαντ για τις αποφάσεις που είχε πάρει το συμβούλιο σχετικά με το τι έπρεπε να πράξουν εμπρός στην κατάσταση κινδύνου που αντιμετώπιζαν. Με γρήγορες πια διαδικασίες, επειδή ο χρόνος όλο και λιγόστευε, ο Ά-χαντ ανέφερε μονάχα τις τρεις προτάσεις που είχαν ακουστεί το προηγούμενο σούρουπο και στη συνέχεια κατέληξε:
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Οι δικοί μας μπορεί να κινδυνεύουν. Δε θέλουμε να μας βοηθήσει για την ώρα καμία ξένη φυλή, γιατί εγκυμονεί ο κίνδυνος προδοσίας. Επομένως καταλήξαμε στο να δημιουργήσουμε μια ομάδα αναζήτησης από όσους αντέχουν σ’ αυτή τη δοκιμασία. Οι μέρες της απουσίας μας; Τρεις! Αυτό αποφασίστηκε ομόφωνα. Είμαστε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, αλλά επειδή έχουμε περάσει πολλά, η εμπειρία μας θα μας βοηθήσει να πετύχει η αποστολή. Τουλάχιστον να μη μένουμε εδώ άπραγοι και γεμάτοι ερωτηματικά για το τι συνέβη στους δικούς μας».
Σιώπησε και κοίταξε όλους στα μάτια. Κι εκείνοι, μόλις κατάλαβαν ότι ο Ά-χαντ είχε πει τις τελευταίες του λέξεις, κι επειδή συμφωνούσαν απόλυτα, άρχισαν όλοι μαζί να αλαλάζουν επικροτώντας την απόφαση.
Η Ιγμ, που στο μεταξύ είχε αφήσει το παιχνίδι και στεκότανε στην είσοδο της σπηλιάς, ανατρίχιασε.
Δηλαδή, ποιοι θα μείνουν στη σπηλιά; Πώς θα τα βγάλουν πέρα μόνοι τους έστω και για τρεις μέρες; Κι αν το μάθουν οι γείτονες του γρανιτένιου βράχου ότι είναι μόνο τα γυναικόπαιδα στη σπηλιά; Κι αν επιτεθούν ύπουλα για να τους αφανίσουν, όπως έγινε στην ιστορία της Βά-χαντ;
«Θα τα καταφέρουμε!» μουρμούρισε γρυλίζοντας και σουφρώνοντας τα φρύδια με αποφασιστικότητα. «Οι γυναίκες της φυλής μας δεν το βάζουν κάτω».
Την επόμενη στιγμή είδε τους παππούδες να στέκονται στη σειρά και τον Ά-χαντ να περνά από μπροστά τους με ένα βαθιά ερευνητικό βλέμμα. Ήταν η ώρα της επιλογής των μελών της ομάδας αναζήτησης. Με ένα απλό άγγιγμα του μπαστουνιού ο μάγος όρισε τα μέλη της αποστολής. Ξεχώρισε τους νεότερους από τους ηλικιωμένους και όσους βρίσκονταν σε καλή φυσική κατάσταση. Μαζί τους θα πήγαιναν ως αρχηγοί ο ίδιος και ένας από τους δύο ροπαλοφόρους. Επιλέχτηκε ο Ντρουγκ, που ήταν έμπειρος στις μεγάλες διαδρομές. Σύνολο, είκοσι άτομα. Πίσω θα’ μεναν καμιά δεκαριά ηλικιωμένοι άντρες, ο Μπροντ-γκου, ο έτερος των ροπαλοφόρων, οι σαράντα δύο γυναίκες και τα τριάντα οκτώ παιδιά.
Θα ξεκινούσαν αμέσως. Ήξεραν ότι ο χρόνος που κυλούσε το πιο πιθανό να λειτουργούσε σε βάρος της ζωής των κυνηγών τους. Οπλίστηκαν με ελαφρά δόρατα από κορμούς νεαρών κυπαρισσιών, που στις άκρες τους είχαν καλά δεμένο με δέρμα ένα κομμάτι πυριτόλιθου που κατέληγε σε αιχμή. Τίποτα άλλο δεν κρατούσαν. Νερό υπήρχε μπόλικο στο δρόμο και καρποί στα δέντρα και στους θάμνους, για να ικανοποιούν το στομάχι τους όταν εκείνο διαμαρτυρόταν. Εξάλλου όλο και κάποιο μικρό θήραμα θα σκότωναν και θα το έτρωγαν ωμό, αφού τους ήταν αδύνατο τώρα να κρατούν μαζί τους φωτιά. Και το διακινδύνευαν να φύγουν δίχως αυτή, πρώτον, γιατί το Μικρό Φως της νύχτας ήταν ολοστρόγγυλο αυτές τις βραδιές και θα διέλυε το σκοτάδι και, δεύτερον, γιατί είχαν υπόψη τους ένα πολύ ασφαλές κατάλυμα όπου θα περνούσαν τις νύχτες.
Α, και μια που αναφέρθηκε η φωτιά… Η τελευταία παραγγελία του Ά-χαντ ήταν γι’ αυτή. Να την προσέχουν! Να μη σβήσει. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να την ξαναποκτήσουν περιμένοντας το Μεγάλο Φως να τους τη στείλει με αστραπή στο δάσος κάποια βροχερή μέρα…

Αγγέλα Μάλμου

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Μυστική ζωή

...Ανοίγω λοιπόν κάποτε το παλιό τεφτέρι με τα οράματα, πιάνω να τα θωρώ θολωμένος. Έχουν πάντα κάτι καινούριο να μου μολογήσουν, γιατί δεν τα στέρεψα. Η παρθενιά του κόσμου κρύβεται στη μνήμη... Το πυροτεχνήμα της Δημιουργίας δε σβύνεται, όχι. Αποτυπώνεται ζωντανό στο σκοτεινό θάλαμο της μνήμης. Έτσι, η γέννηση του κόσμου ξαναζεί αδιάκοπα μέσα μας, συντριβάνι από αστέρια σ΄ ένα στερέωμα βαθύ. Κι η αποστολή της μνήμης φανερώνεται πως είναι να κρατάει αλύγιστη τη μελωδία της ζωής, να την περνάει σε μια διάσταση άφθαρτη, έξω από τον επίβουλο το Χρόνο. Και να την ξομπλιάζει, να την βαθαίνει, να της ξανοίγει το αληθινό της νόημα, που είναι απρόφερτο, μαγικό...


Άγγελος Τερζάκης

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Το παράπονο της καμήλας

Ο Αχμέτ Χαμάμετ, ο μοναχικός βεδουίνος, είχε μια καμήλα που τον συνόδευε ακούραστη σε όλα του τα ταξίδια.
- Ω καμήλα θαυμαστή, ω καμήλα διαλεχτή! της έλεγε κάθε τόσο.
Δεν υπάρχει σαν κι εσένα καμήλα άλλη καμιά! Είσαι η παρηγοριά, η ελπίδα και η παρέα μου. Πολυτιμότερη είσαι απ’ τις δροσερές οάσεις και οι αρετές σου είναι περισσότερες από τους αναρίθμητους κόκκους τής άμμου όλων των ερήμων της οικουμένης.
- Τα παραλές! του απάντησε μια μέρα η καμήλα.
- Ποιος; Εγώ; Γιατί με πικραίνεις με τ’ άστοχα λόγια σου, ω καμήλα; Καθόλου δεν τα παραλέω. Τόσα πολλά είναι αυτά που σου χρωστάω, που ακόμα κι αν ζούσα χίλιες χιλιάδες αιώνες και πάλι δεν θα προλάβαινα να σου τα ξεπληρώσω.
- Αν είσαι έτσι όπως τα λες, αν με εκτιμάς, αν με αγαπάς, αν με υπολήπτεσαι τόσο πολύ, τότε αντί να τα φορτώνεις όλα στην καμπούρα μου, θα μου έκανες και συ μια μικρή χάρη.
- Τι χάρη επιθυμείς να σου κάνω;
- Να με πας στην Ευρώπη να κάνω αισθητική εγχείρηση.
- Δεν καταλαβαίνω. Τι ακριβώς εννοείς; Για εξηγήσου, ω αινιγματική καμήλα!
- Να, είπε με φωνή γεμάτη παράπονο η καμήλα. Νομίζεις ότι μου αρέσει να κουβαλάω στη ράχη μου ολόκληρη καμπούρα; Νομίζεις ότι δεν θέλω κι εγώ να είμαι κομψή κι ανάλαφρη σαν ελαφίνα;
- Επιθυμείς δηλαδή, ω καμήλα, να απαλλαγείς από την καμπούρα σου;
- Ακριβώς. Άλλωστε κι εσένα σε συμφέρει, ω βεδουίνε! Θα είσαι ο μόνος βεδουίνος στην έρημο που θα διαθέτει κομψή, ντελικάτη και ντιστεγκέ καμήλα. Λίγο το ‘χεις;
- H επιθυμία σου θα εκπληρωθεί! αποφάσισε ο μοναχικός βεδουίνος.
Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες, χρεώθηκε, έβαλε ενέχυρο την τέντα του και την καλή του κελεμπία, αγόρασε εισιτήριο και πήγε την καμήλα στο Λονδίνο, στον καλύτερο αισθητικό χειρουργό.
Εκεί, στην αίθουσα αναμονής περιμένανε κι άλλοι πελάτες.
Περίμεναν άχαρα λελέκια που θέλανε να τους κοντύνει τα πόδια και σκαντζόχοιροι που θέλανε να τους ξυρίσει τα αγκάθια τους.
Περιμένανε χελώνες που θέλανε να τους ισιώσει τις ρυτίδες και κατσίκες που θέλανε να τους κάνει ριζική αποτρίχωση.
Περιμένανε σαρδέλες που θέλανε να τις επιχρυσώσει, για να γίνουνε χρυσόψαρα, και ρινόκεροι που θέλανε να αποκτήσουνε βελούδινη επιδερμίδα.
Περιμένανε φάλαινες που θέλανε να αδυνατίσουνε, ώσπου να γίνουνε μαρίδες και κοράκια που θέλανε να τους κάνει μεταμόσχευση φτερών παγονιού.
Όταν έφτασε η σειρά της, μπήκε και η καμήλα στο γραφείο του γιατρού. Μαζί της και ο μοναχικός βεδουίνος.
Ο κτηνοαισθητικός πήρε προσεχτικά το ιστορικό της καμήλας, ακροάστηκε την καμπούρα της και την κοίταξε καλά καλά.
- Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να σου την κόψω; ρώτησε.
- Σιγουρότατη! απάντησε κοφτά η καμήλα.
- Εσείς τι λέτε, αγαπητέ βεδουίνε;
- Ό,τι πει η καμήλα!
- Να κόψω καλύτερα μόνο τη μισή; πρότεινε ο γιατρός.
- Ποια μισή; Όλη! επέμεινε η καμήλα.
- Εσείς τι λέτε, σεβαστέ βεδουίνε; Έχετε σκεφτεί τις συνέπειες;
- Ό,τι πει η καμήλα!
- Μήπως θέλετε να το αναβάλουμε για να το ξανασκεφτείτε;
- Ό,τι πει η καμήλα!
- Το γοργόν και χάριν έχει! είπε η καμήλα.
- Να την κόψω λοιπόν όλη; Αυτό επιθυμείτε;
- Αυτό! Κόψ’ τη τη ρημάδα να ησυχάσουμε! αποφάσισε ο βεδουίνος, που δεν του αρέσανε τα ημίμετρα.
Έτσι κι έγινε. H καμήλα μπήκε στην κλινική και όταν σε μερικές μέρες βγήκε, ήταν κομψή και πεταχτή σαν ελαφίνα.
Όταν με το καλό επιστρέψανε στην πατρίδα τους κάνανε αίσθηση. Οι άλλοι, βεδουίνοι μείνανε μ’ ανοιχτό το στόμα, μόλις αντικρίσανε τη βελτιωμένη καμήλα. Δεν πιστεύανε στα μάτια τους. Ο Αχμέτ ανέβηκε πολύ στην υπόληψή τους. Όσο για τις υπόλοιπες καμήλες, τρελαθήκανε από τη ζήλεια τους.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ περιέφερε την καμήλα του από ‘δω και από ‘κει και πολύ καμάρωνε.
- Είδατε τι κομψή καμήλα έχω εγώ; έλεγε και γελούσανε και τα μουστάκια του.
Σε μερικές μέρες ο Αχμέτ Χαμάμετ και η κομψή καμήλα ξεκινήσανε για ένα μεγάλο ταξίδι στην απέραντη έρημο.
Ένα μεσημέρι όμως τους ζάλισε ο πυρωμένος ήλιος, χάσανε τον προσανατολισμό τους και δεν άργησαν να χαθούν.
Μερόνυχτα γυρίζανε άσκοπα, χωρίς να μπορούνε να βρούνε ούτε όαση ούτε τροφή ούτε κάποιο δροσερό πηγάδι.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ άρχισε να βλέπει οφθαλμαπάτες. Έβλεπε κοράκια με φτερά παγωνιού να σερβίρουνε παγωμένες γρανίτες.
Έβλεπε λελέκια να κάνουνε βουτιές σε δροσερές πισίνες.
Έβλεπε ρινόκερους με βελούδινη επιδερμίδα να ανταλλάσσουν γυάλες με επιχρυσωμένες σαρδέλες.
Έβλεπε κατσίκες να χορεύουνε τσικ του τσικ γύρω από κρυστάλλινα σιντριβάνια.
Έβλεπε χελώνες χωρίς ρυτίδες να κάνουνε θαλάσσιο σκι σε αφρόλουστες παραλίες.
H καμήλα που δεν είχε αποθέματα λίπους για να συντηρηθεί σε τούτες τις δύσκολες στιγμές αδυνάτισε, έγινε πετσί και κόκαλο και δεν άργησε να αφήσει την τελευταία της ανάσα.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ πλανιόταν ολομόναχος στην αφιλόξενη φλογισμένη έρημο που έμοιαζε να μην έχει αρχή και τέλος. Οι αμμόλοφοι χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, ίδιοι με κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας που είχε πετρώσει εδώ και πολλούς αιώνες.
Τα μάτια του έτσουζαν, το λαρύγγι του ήταν στεγνό, τον θάμπωνε, τον έκαιγε, τον τυραννούσε, τον πυρπολούσε ο πυρωμένος ήλιος.
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, τον τύλιξε σε λίγο στη μανιασμένη δίνη της μια φοβερή ανεμοθύελλα.
Πάσχισε να προχωρήσει. Άδικος ο κόπος. Δεν τον κρατούσαν πια τα πόδια του.
Ενώ χιλιάδες μαστίγια βίτσιζαν το πρόσωπό του, παραπάτησε, γονάτισε, σωριάστηκε στην άμμο εξουθενωμένος…
- Τι την ήθελα την κομψή καμήλα; πρόλαβε να ψιθυρίσει προτού τον σκεπάσει για πάντα η θαμπή, η καυτή, η ανελέητη άμμος της ερήμου.

Ευγένιος Τριβιζάς

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Απομνημονεύματα

...Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη την θρησκεία…. 'Οσα έπαθε η πατρίς δια τους "νόμους" και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων. Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα τα σπήλαια και ζούνε με τα θερία και ρημώσαμε τους τόπους και εγίναμε η παραλυσία του κόσμου. 'Ολα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα, να τα σημειώσω όλα. 'Ενας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ας γράψη άλλος δια 'μένα ό,τι γνωρίζη. Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή. 'Οτι έχω το μερίδιό μου, 'σ αυτείνη την πατρίδα θα ζήσω εγώ και τα παιδιά μου. 'Οτ' ήμουν νέος και στραβογέρασα από αυτά τα δεινά της πατρίδας, πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου εις διάφορους αγώνες της πατρίδος και αποκαταστάθηκα μισός άνθρωπος και τον περισσότερον καιρό είμαι εις τα ρούχα αστενής από αυτά. Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν μου σήκωσε την ζωή μου και ευκαριστώ και την πατρίδα μου οπού με τίμησε βαθμολογώντας κατά την τάξη, κατά τις περίστασες, ως τον βαθμόν του τρατηγού και ζω ως άνθρωπος μ' εκείνο οπού ευλόγησε ο Θεός χωρίς να με τύπτη η συνείδησή μου, χωρίς να γυμνώσω κανέναν ούτε μίαν πιθαμή γης...
...Ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ» ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί...

Στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Σουλιώτισσες


Ο Δεκέμβριος του 1803, βρήκε τους Σουλιώτες εξαντλημένους από τις κακουχίες. Για αρκετό καιρό αντιστέκονταν σθεναρά στον Αλή Πασά, που τους πολιορκούσε. Η κούραση και η πείνα τους είχαν καταβάλει και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον πασά.... 
Συμφώνησαν να εγκαταλείψουν τα χωριά του Σουλίου και εκείνος να μην τους πειράξει. Τηρώντας τη συμφωνία, οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και άρχισαν να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. Ο Αλή Πασάς, όμως, δεν κράτησε τον λόγο του και έστειλε περίπου 3.000 Τουρκαλβανούς, να τους καταδιώξουν. Η δεύτερη ομάδα, με αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα, κατευθύνθηκε προς την κορυφή του όρους Ζάλογγο, ενώ η πρώτη κινήθηκε προς την Πάργα. Τα γυναικόπαιδα βρήκαν καταφύγιο στη Μονή του Ζαλόγγου. Όταν έφτασαν εκεί, οι άντρες του Αλή Πασά συνάντησαν αναπάντεχη αντίσταση από τους άντρες. Οι Σουλιώτες αμύνθηκαν με πάθος, αλλά η μάχη ήταν άνιση και δεν κατάφεραν να αντέξουν πολύ. Οι Σουλιώτισσες γνώριζαν καλά, ότι μια από τις τακτικές του Αλή Πασά ήταν ο εξευτελισμός των γυναικών, που τις άρπαζε με τη βία και τις πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα τις Τουρκίας. Για να αποφύγουν την τουρκική σκλαβιά, αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, αλλά και στη ζωή των παιδιών τους.... 
Μία μία, στέκονταν στην άκρη του γκρεμού, έριχναν τα μωρά και τα παιδιά τους και στη συνέχεια έπεφταν και αυτές. Λέγεται, ότι ήταν πιασμένες από το χέρι, δίνοντας την εντύπωση ότι χορεύουν και τραγουδούσαν το τραγούδι «Έχε γεια καημένε κόσμε». Η πληροφορία για το τραγούδι δεν είναι επιβεβαιωμένη. Υπάρχουν απόψεις, που λένε ότι γράφτηκε μετά το περιστατικό, περί το 1903....


Πηγή : www.mixanitouxronou.gr/souliotises-aftoktonisan-sto-zalongo